- Ἰδογενής
- Ἰδογενήςborn on Idamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδογενής — ἰδογενής, ές (Α) ο γεννημένος πάνω στο όρος Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek